- αμυλοσάκχαρο
- το (amylosugar)γλυκόζη* που παρασκευάζεται (βιομηχανικά) με υδρόλυση τού αμύλου και χρησιμοποιείται ως τρόφιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άμυλο(ν) + σάκχαρο(ν), χρησιμοποιήθηκε δε για πρώτη φορά από τον Ποθητό Ψαρά το 1884].
Dictionary of Greek. 2013.